- κονικλοτροφείο(ν)
- το кролиководческая ферма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κονικλοτροφείο — το τόπος όπου εκτρέφονται κουνέλια, εγκαταστάσεις κονικλοτροφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονικλοτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. κονικλοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό σύγγραμμα Χρυσαλλίς] … Dictionary of Greek
κονικλοτροφείο — το τόπος όπου εκτρέφονται κουνέλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)